καμπίτης

καμπίτης
καμπίτης, ὁ (Μ)
μονομάχος, αυτός που ασχολούνταν επαγγελματικά με τη μονομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος (I) με τη μσν. σημασία «πεδίο μάχης» (< λατ. campus, πρβλ. και campester με τη σημασία «αθλητικός» < campus [Martius] «Πεδίο τού Άρεως», περιοχή τής αρχαίας Ρώμης, όπου διεξήγοντο αθλητικοί αγώνες και στρατιωτικές ασκήσεις) + κατάλ. -ίτης, πρβλ. οπλ-ίτης, σταβλ-ίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμπιώτης — καμπιώτης, ὁ (Μ) μονομάχος, αυτός που ασχολούνταν επαγγελματικά με τη μονομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος (Ι) (βλ. λ. καμπίτης) + κατάλ. ιώτης, πρβλ. στρατ ιώτης, ταξιδ ιώτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”